λαχνός, ο, ουσ. [<μσν. λαχνός], ο λαχνός·
- βάζουμε στο λαχνό, βλ. συνηθέστ. βάζουμε στον κλήρο, λ. κλήρος·
- είναι λαχνός, λέγεται για οτιδήποτε του οποίου η αίσια έκβαση είναι θέμα τύχης: «αν και είναι λαχνός αυτή η δουλειά, εγώ θα την επιχειρήσω». (Λαϊκό τραγούδι: είναι λαχνός η παντρειά και δεν ξέρεις τι θα πέσει το κορίτσι που θα πάρεις, το κορίτσι που σ’ αρέσει
- μου ’λαχε ο λαχνός, βλ. συνηθέστ. μου ’λαχε ο κλήρος, λ. κλήρος·
- μου ’πεσε ο λαχνός, βλ. συνηθέστ. μου ’πεσε ο κλήρος, λ. κλήρος·
- μου ’πεσε ο πρώτος λαχνός ή μου ’τυχε ο πρώτος λαχνός, βλ. φρ. μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός, λ. αριθμός·
- πήρα τον πρώτο λαχνό, βλ. συνηθέστ. μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός, λ. αριθμός·
- ρίχνουμε το λαχνό, βλ. συνηθέστ. ρίχνουμε τον κλήρο, λ. κλήρος·
- τραβώ λαχνό, βλ. συνηθέστ. τραβώ κλήρο, λ. κλήρος.